-
1 охотничий
охотнич||ийприл κυνηγετικός, θηρευ-τικός:\охотничийья собака ὁ κυνηγετικός σκύλος, ὁ θηρευτικός κύων, τό κυνηγόσκυλο, τό λαγωνικό· \охотничийье ружье τό κυνηγετικό ὅπλο· ◊ \охотничийьи расска́зы τά παραμύθια τών κυνηγών.
1 охотничий